- αποπνοη
- ἀποπνοήἀπο-πνοήἥ1) выдыхание Arst.2) ветер, дуновение Arst.3) кончина, смерть
(Diog.L. - v. l. к ἀναπνοή)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Diog.L. - v. l. к ἀναπνοή)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποπνοή — ἀποπνοή, η (Α) [αποπνέω] 1. ανάδοση οσμής, αναθυμίαση 2. αύρα που πνέει από κάποιον τόπο 3. ξεψύχισμα, θάνατος … Dictionary of Greek
ἀποπνοή — exhalation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπνοήν — ἀποπνοή exhalation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)